- ἡμεροπόσιον
- ἡμερο-πόσιον, τό,A day's portion of wine, BMus.Inscr.1006 (Cyzic., i A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ημεροπόσιον — ἡμεροπόσιον, τὸ (Α) ημερήσια μερίδα οίνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο) * + πόσιον (< πόσις < πίνω), πρβλ. οινο πόσιον, συμ πόσιον] … Dictionary of Greek
ημερ(ο)- — (AM ἡμερ(ο) ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση με την ημέρα ή έχει διάρκεια μιας ημέρας. ΣΥΝΘ. ημεράλωψ, ημερόβιος, ημεροδανειστής, ημεροκαλλίς, ημερολόγιο αρχ. ημερογράφος, ημεροδρόμης, ημεροδρομώ, ημεροειδής,… … Dictionary of Greek